Στην ανάγκη άμεσης επίλυσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι φαρμακευτικές εταιρείες, στην αξία της φαρμακευτικής καινοτομίας, αλλά και στα εμπόδια πρόσβασης στις νέες θεραπείες των ασθενών στην Ελλάδα, εστιάζει η Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου του PhARMA Innovation Forum Greece (PIF) και Πρόεδρος της AbbVie Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας, Λαμπρίνα Μπαρμπετάκη, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο HealthReport.gr.
Η κ. Μπαρμπετάκη επισημαίνει την επιτακτική ανάγκη η κυβέρνηση να στηρίξει τον κλάδο της καινοτόμου φαρμακοβιομηχανίας , προκειμένου οι ασθενείς στην Ελλάδα να εξακολουθήσουν να έχουν ισότιμη και ταχεία πρόσβαση σε σύγχρονες θεραπείες όπως όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες.
ΕΡ. Πώς κρίνετε την αλλαγή ηγεσίας στο Υπουργείο Υγείας;
Είναι πολύ θετικό ότι η υγεία αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δοθεί και μια άμεση προτεραιότητα για τη βελτίωση της κατάστασης στην αγορά φαρμάκου, η οποία είναι ιδιαιτέρως δύσκολη. Θα πρέπει να είναι σαφές σε όλους ότι για το φάρμακο έχει φτάσει η ώρα μηδέν.
Τώρα, θα πρέπει ληφθούν άμεσα μέτρα και να υπάρξει σαφής ενίσχυση της χρηματοδότησης. Είναι ιδιαιτέρως θετικό ότι έχουμε έναν νέο Υπουργό τον οποίο καλωσορίζουμε και ο οποίος είναι γνωστός για την ταχύτητα και την αποφασιστικότητά του. Ήδη στις πρώτες ημέρες που έχει αναλάβει, έχει ανοίξει το διάλογο με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, κάτι που μας ικανοποιεί. Το ζήτημα είναι τώρα να προχωρήσουμε στις λύσεις που θα αποσυμπιέσουν τη δραματική κατάσταση που υπάρχει στην αγορά του φαρμάκου.
ΕΡ. Πώς διαμορφώνεται η κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα με τις νέες καινοτόμες θεραπείες, διότι ο κλάδος συχνά πυκνά διαμαρτύρεται.
Σήμερα, το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν οι καινοτόμες φαρμακευτικές επιχειρήσεις στη χώρα είναι ασφυκτικό, καθώς παραμένει εδώ και πάνω από μια δεκαετία η υποχρηματοδότηση του φαρμάκου, ενώ η ανεξέλεγκτη αύξηση των συνολικών επιστροφών απειλεί πλέον ευθέως τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Είναι γεγονός ότι πρόκειται για ένα παλιό πρόβλημα που δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα και αποτελεσματικά, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε οδηγηθεί σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση με ανεξέλεγκτες συνέπειες, ειδικά για τη φαρμακευτική καινοτομία αλλά και για τους ασθενείς οι οποίοι δικαίως ζητούν να έχουν την καλύτερη δυνατή θεραπεία.
Υπάρχουν δομικά προβλήματα όπως η άνιση κατανομή των επιβαρύνσεων μεταξύ των καναλιών διανομής φαρμάκων, ενώ δεν υπάρχει καμία ουσιαστική πρόοδος για τη διόρθωση των στρεβλώσεων και την εξοικονόμηση πόρων από άλλα σημεία του συστήματος για την ενίσχυση εκείνων των σημείων που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, όπως είναι τα καινοτόμα φάρμακα.
Βεβαίως, από πλευράς μας έχουμε ξεκαθαρίσει ότι χρειάζεται να δοθούν άμεσα λύσεις και μάλιστα έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις που θα φέρουν γρήγορα μια ουσιαστική βελτίωση της παρούσας κατάστασης. Για παράδειγμα, σημειώνω ότι έχουμε καταθέσει συγκεκριμένη κοστολογημένη πρόταση για το νοσοκομειακό clawback, το οποίο πλέον φθάνει στο 70%, και πιστεύω ότι μπορούμε να συνεργαστούμε πιο στενά με την πολιτεία ώστε να βρεθεί κοινός τόπος για τα μέτρα που θα οδηγήσουν στον έλεγχο και τη μείωση των υποχρεωτικών επιστροφών. Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν την βάση μια συμφωνίας ή συναντίληψης κράτους, φαρμακοβιομηχανίας και ασθενών ώστε από κοινού να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
ΕΡ: Θεωρείτε κ.Μπαρμπετάκη ότι υπάρχει περιθώριο για αύξηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης;
Είμαι βέβαιη ότι υπάρχει περιθώριο να αυξηθεί η δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο, ειδικά στις παρούσες συνθήκες που η Ελληνική οικονομία σημειώνει μια συνεχή ανάπτυξη με πρωτογενή πλεονάσματα. Ταυτόχρονα, βλέπουμε ότι υπάρχει μια σταθερή αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης καθοδηγούν ένα ενάρετο οικονομικό κύκλο. Μέσα σε αυτές τις θετικές οικονομικές συνθήκες, θα πρέπει να δούμε και την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης στο φάρμακο, καθώς η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ακόμα και των αντίστοιχων χωρών του Ευρωπαϊκού νότου.
Επίσης, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι κάθε χρόνο αυξάνονται περίπου κατά 10% οι ανάγκες των ασθενών. Έχουμε αύξηση της νοσηρότητας, αύξηση διαγνωστικών μεθόδων και νέα επιστημονικά επιτεύγματα. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός πλέον γηράσκει ακριβώς εξαιτίας των νέων θεραπειών και της καλύτερης διατροφής, έχουμε δηλαδή μία σημαντική αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Ωστόσο, τα τελευταία 10 χρόνια η δημόσια χρηματοδότηση παραμένει σχεδόν σταθερή. Και δυστυχώς, δεν μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι, γιατί φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση από την πλευρά της Πολιτείας ουσιαστικής ενίσχυσης του διαθέσιμου προϋπολογισμού του φαρμάκου πέραν από τις μικρές τονωτικές ενέσεις που δίδονται -και ελπίζω να συνεχίζουν να δίνονται- μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης έως το 2025.
ΕΡ. Ποιες είναι οι συνέπειες του φαινομένου αυτού στη φαρμακοβιομηχανία και στους Έλληνες ασθενείς;
Είναι γεγονός ότι τις υπερβάσεις του προϋπολογισμού τις πληρώνουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον αποτελούν και το βασικό χρηματοδότη του φαρμάκου στη χώρα. Και ακριβώς επειδή κάποιος άλλος πληρώνει «το μάρμαρο» φαίνεται ότι διαχρονικές τις εκάστοτε κυβερνήσεις δεν τις απασχολούσαν οι συνεχείς υπερβάσεις του υπάρχοντος προϋπολογισμού και οι υπερβολικές υποχρεωτικές επιστροφές που πληρώνουν οι επιχειρήσεις. Μάλιστα, υπήρχε η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να δημιουργηθεί κάποιο σημαντικό πρόβλημα, καθώς οι πολιτικές ηγεσίες θεωρούν ότι δεν επηρεάζονται οι ασθενείς.
Επιπλέον, κατηγορούσαν τον κλάδο ότι φταίει για την αύξηση της δαπάνης και όχι οι αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού. Και έτσι ασχολούμαστε με αποσπασματικές λύσεις όπως οι «κόφτες» ή τα φίλτρα συνταγογράφησης και άλλα ανάλογα μέτρα, αντί να κοιτάμε να διορθώσουμε πραγματικά το πρόβλημα σε μια ολιστική προσέγγιση. Να μην παρεξηγηθώ, υπερασπίζομαι την εξοικονόμηση πόρων και τα διαρθρωτικά μέτρα, αλλά ταυτόχρονα θέλω να σημειώσω ότι σε κάθε πολιτισμένο κράτος το εκάστοτε σύστημα υγείας εξοικονομεί πόρους από εκεί που δεν χρειάζονται για να χρηματοδοτεί αυτό που χρειάζεται, όπως για παράδειγμα τη φαρμακευτική καινοτομία.
Γιατί θα πρέπει να μας είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη κατάσταση έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις τόσο για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις όσο και για τους ασθενείς, καθώς καθιστά πλέον αμφίβολη τη δυνατότητα των εταιριών να φέρουν τις νέες θεραπείες στη χώρα μας και επομένως αμφίβολη την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στη φαρμακευτική καινοτομία.
Αυτό δηλαδή που κινδυνεύουμε να χάσουμε είναι τα τεράστια οφέλη της θεραπευτικής καινοτομίας, τη δυνατότητα ικανοποίησης ακάλυπτων ιατρικών αναγκών, τα οφέλη των καινοτόμων φαρμάκων συνολικά για το σύστημα υγείας, όπως είναι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η καλύτερη θεραπευτική αντιμετώπιση, η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, η εξοικονόμηση πόρων στα νοσοκομεία με την αποφυγή χειρουργείων και τη μείωση των επισκέψεων των ασθενών.
ΕΡ: Ποια λύση προτείνετε;
Πρέπει να αλλάξει το μοντέλο. Να υπάρχει συνυπευθυνότητα. Εκτός αυτού όμως πρέπει να αλλάξει το ψευδές αφήγημα ότι όλοι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση σε όλες τις θεραπείες. Είναι μύθος.
Δεν υπάρχει πλήρης πρόσβαση των ασθενών που ζουν στην Ελλάδα στα φάρμακα. Παρότι υπάρχει η αίσθηση ότι όλες οι θεραπείες έρχονται στην Ελλάδα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αυτό δεν είναι αλήθεια. Και αυτό αποδεικνύεται από σειρά έγκριτων Ευρωπαϊκών μελετών. Για να έρθει μια θεραπεία που δεν αποζημιώνεται κανονικά, χρειάζεται μια τεράστια γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία έχει καθυστερήσεις και αφορά τελικά μόνο 1 στους 50 ασθενείς που πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις.
Υπάρχει βεβαίως και το Σύστημα της Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ) με φάρμακα που ενώ αποζημιώνονται στην Ελλάδα, δεν δίνονται σε όλους τους πάσχοντες με αποτέλεσμα να απαιτείται μία ατέρμονη γραφειοκρατική διαδικασία που δημιουργεί καθυστερήσεις. Εξαιτίας αυτού του συστήματος υποθεραπεύεται ένα τεράστιο ποσοστό ασθενών.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνει σαφές ότι το κράτος είναι συνυπεύθυνο -ή πιο σωστά θα έλεγα ότι αυτό είναι κυρίως υπεύθυνο- για τον έλεγχο της δαπάνης και τη διόρθωση των στρεβλώσεων. Όπως ανάφερα προηγουμένως, χρειάζεται ένα μίγμα πολιτικής που να αυξήσει τη χρηματοδότηση του φαρμάκου και θα προωθήσει συγκεκριμένα διαρθρωτικά μέτρα για τη διόρθωση των στρεβλώσεων.
ΕΡ: Οι δυσκολίες αυτές αφορούν μόνο τις νέες θεραπείες ή και τις υπάρχουσες;
Οι δυσκολίες αυτές αφορούν όλες τις θεραπείες, κυρία Ευθυμιάδου, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο. Γιατί δεν συζητάμε μόνο για αύξηση των αναγκών του πληθυσμού για τις νέες θεραπείες, αλλά και για τις θεραπείες που υπάρχουν ήδη. Αν θέλουμε να έχουμε μια συνολική λύση, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το φάρμακο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της υγείας. Και επίσης θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το πρόβλημα των ιδιαιτέρως αυξημένων υποχρεωτικών επιστροφών και οι στρεβλώσεις που υπάρχουν, δεν εστιάζονται μόνο στο κανάλι των νοσοκομείων, αλλά και στο κανάλι του ΕΟΠΥΥ, αφορά δηλαδή όλες τις καινοτόμες θεραπείες για σοβαρές και χρόνιες παθήσεις.
ΕΡ: Μα αυξήθηκαν οι δαπάνες για την Υγεία τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Διαφωνείτε;
Δυστυχώς, η δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο δεν έχει αυξηθεί επαρκώς, με αποτέλεσμα όμως να μην μπορούν να ικανοποιηθούν οι πρόσθετες ανάγκες του πληθυσμού. Γιατί το ζήτημα είναι ότι το φάρμακο λανθασμένα παραμένει αποκομμένο από την υπόλοιπη Υγεία.
Γιατί δεν μπορείς να φτιάχνεις μέτρα για το σύστημα Υγείας και να μην υπολογίζεις τις ανάγκες για το φάρμακο. Πρέπει να γίνει αποτύπωση των πραγματικών αναγκών. Αυτό είναι το μοντέλο. Όμως οι καινοτόμες θεραπείες τιμωρούνται, αντί να πριμοδοτούνται όπως γίνεται σε άλλες χώρες.
Γι’ αυτό και θεωρώ ότι δεν πρέπει να υπάρχουν 3 «κανάλια» με διαφορετική προσέγγιση στις υποχρεωτικές επιστροφές, αλλά ένας ενοποιημένος προϋπολογισμός για όλα τα φάρμακα.
Διότι σήμερα υπάρχουν εξαιρέσεις σε διάφορες κατηγορίες, επειδή υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η καινοτομία είναι ακριβή. Ωστόσο, και αυτό είναι ένας μύθος. Στη χώρα μας έχουμε από τα πιο φτηνά καινοτόμα φάρμακα στην Ευρώπη, καθώς οι τιμές των νέων θεραπειών καθορίζονται με βάση το μέσο όρο των δύο χαμηλότερων τιμών στην Ευρωζώνη. Επιπρόσθετα, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις δεν επιτρέπεται να κάνουμε αυξήσεις τιμών, αλλά μόνο μειώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για τις νέες θεραπείες θα πρέπει να επικεντρωθεί όχι στο κόστος, αλλά στην αξία την οποία αυτές φέρνουν για τους ασθενείς. Ακριβό είναι το φάρμακο το οποίο είναι περιττό και δεν χρειάζεται. Κάθε θεραπεία για απειλητικές για τη ζωή ασθένειες και χρόνιες παθήσεις, καθώς και νέες θεραπευτικές επιλογές και λύσεις που βελτιώνουν την πρόγνωση και την ποιότητα ζωής των ασθενών, θα πρέπει να είναι διαθέσιμες και να αποζημιώνονται κανονικά.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.healthreport.gr